αγγλισμός

αγγλισμός
ο
[αγγλίζω]
ιδιωματική λέξη ή φράση τής αγγλικής γλώσσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγγλισμός — ο ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγλίζω — μιμούμαι τους Άγγλους στη γλώσσα, στα ήθη ή στους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθνικό Άγγλος. ΠΑΡ. αγγλισμός] …   Dictionary of Greek

  • αγγλικισμός — ο αντί του συνηθέστερου αγγλισμός* …   Dictionary of Greek

  • ελληνισμός — ο 1. η ελληνικότητα (βλ. λ.). 2. (περιλ.), το έθνος των Ελλήνων σ όλο τον κόσμο, η ελληνική φυλή, η ρωμιοσύνη. 3. οι Έλληνες και οι εξελληνισμένοι ξένοι κατά τη μετά το Μ. Αλέξανδρο περίοδο. 4. φραστικός τρόπος που ανήκει στην ελληνική γλώσσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”